Μορφές Συμβάσεων Εργασίας

Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας

 

Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας από το συνδυασμό των άρθρων 648 και 652 Α.Κ. υπάρχει, όταν ο μισθωτός παρέχει την εργασία του με μισθό, αδιάφορα με τον τρόπο που αυτός καθορίζεται και καταβάλλεται (δηλαδή μηνιαίος μισθός, ημερομίσθιο, με ποσοστά κ.λπ.) και υποβάλλεται έναντι εκείνου προς τον οποίο παρέχεται αυτή (εργοδότης) σε νομική (προσωπική) εξάρτηση, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του εργοδότη να ασκεί εποπτεία και έλεγχο στην παροχή της εργασίας, χωρίς όμως να είναι απαραίτητη και η συνήθως υπάρχουσα οικονομική εξάρτηση. Γενικά στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας κύριος σκοπός είναι η παροχή εργασίας από τον μισθωτό και σ αυτόν αποβλέπουν οι συμβαλλόμενοι.

Λέγοντας προσωπική (νομική) εξάρτηση νοούμε ότι, ο μισθωτός κατά την εκτέλεση της εργασίας του έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται στις οδηγίες και εντολές του εργοδότη (ή του νομίμου εκπροσώπου), εκτελώντας τις εκάστοτε διαταγές και κατευθύνσεις αυτού, καθώς και τις διατάξεις του Κανονισμού Εργασίας της επιχείρησης, σχετικά με το είδος, τον τρόπο, χρόνο και τόπο εκτέλεσης της εργασίας. Δηλαδή να υπάρχει δικαίωμα εποπτείας και καθοδήγησης του εργοδότη για την παροχή της εργασίας, καθώς και επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση μη τήρησης αυτών.

Λέγοντας οικονομική εξάρτηση νοούμε ότι, ο μισθωτός εργάζεται για λογαριασμό άλλου προσώπου (δηλαδή του εργοδότη), προς όφελος του οποίου η εργασία του παράγει οικονομικό αποτέλεσμα, με καταβολή αντιμισθίας, χωρίς όμως να έχει σημασία ο τρόπος της αμοιβής του.

Ο εργαζόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να εκτελέσει και εργασίες που δεν σχετίζονται με το αντικείμενο για το οποίο προσλήφθηκε, εκτός αν:

  1. αφενός παρίσταται ανάγκη (π.χ. για να αποτραπεί ζημία) και

  2. αφετέρου επιβάλλεται αυτό από την καλή πίστη, οπότε σε αυτή την περίπτωση οφείλεται συμπληρωματική αμοιβή (ΑΚ 659).

 

Η σχέση εργασίας είναι αμεταβίβαστη, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη συμφωνία ή τις ειδικότερες συνθήκες.

  • Επιτρέπεται ο δανεισμός εργαζομένου με συναίνεση του εργαζόμενου, του παλαιού και του νέου εργοδότη.

 

Η σύμβαση εργασίας είναι διαρκής σύμβαση, η οποία δημιουργεί στενό δεσμό εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών. Για τον λόγο αυτό ο εργαζόμενος υπέχει υποχρέωση πίστης έναντι του εργοδότη του, η οποία παραβιάζεται όταν λ.χ. ο εργαζόμενος ενδεικτικώς:

  1. Κοινοποιεί μυστικά της επιχείρησης σε τρίτους.

  2. Δέχεται δώρα από πελάτες για υπηρεσίες που τους προσφέρει, χωρίς να το γνωρίζει ο εργοδότης.

  3. Τελεί ανταγωνιστικές πράξεις (π.χ. δυσφήμιση προϊόντων του εργοδότη).

      1. Δεν είναι τέτοια η παράλληλη απασχόληση εκτός ωραρίου σε άλλον εργοδότη με άσχετο αντικείμενο.

 

Ο εργοδότης οφείλει να ενημερώσει εγγράφως τον εργαζόμενο για τους ουσιώδεις όρους της σύμβασης (τόπος απασχόλησης, καθήκοντα κ.ά.) εντός δύο μηνών από την έναρξη της εργασίας (ΠΔ 156/1994).

Αν ο εργοδότης δεν τηρήσει την ως άνω υποχρέωσή του, η σύμβαση εργασίας παραμένει ισχυρή, ωστόσο επιβάλλεται πρόστιμο με αιτιολογημένη πράξη του Επιθεωρητή Εργασίας (ΠΔ 156/1994).

 

 

Σύμβαση Έργου

 

Σύμβαση Έργου υπάρχει όταν κάποιος, συνήθως εργολάβος ή υπεργολάβος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει ένα έργο και ο αναθέτων το έργο να καταβάλλει την συμφωνημένη αμοιβή (681 ΑΚ). Αντικείμενο δηλαδή της σύμβασης έργου δεν είναι η εργασία που χρησιμοποιείται για την παραγωγή του έργου αλλά το έργο καθ΄ εαυτό, δηλ. η εκτέλεσή του και το αποτέλεσμα. Επειδή, λοιπόν αντικείμενο της σύμβασης έργου είναι το ίδιο το έργο για το λόγο αυτό αφενός τον κίνδυνο του έργου μέχρι να γίνει η παράδοσή του στον εργοδότη φέρει ο εργολάβος και αφετέρου η σύμβαση έργου λύεται αυτοδικαίως με την ολοκλήρωσή του.

 

Η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας διακρίνεται από τη σύμβαση έργου.

Στη σύμβαση έργου σημασία δεν έχει η εργασία που θα καταβληθεί αλλά το αποτέλεσμα της εργασίας. Επίσης, αυτός που εκτελεί το έργο καθορίζει τον χρόνο, τόπο και τρόπο εκτέλεσης του έργου.

 

 

Σύμβαση Ανεξαρτήτων υπηρεσιών

 

Σύμβαση Ανεξαρτήτων υπηρεσιών υπάρχει όταν κάποιος εκμισθώνει τις υπηρεσίες του για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, μικρό ή μεγάλο, έναντι αμοιβής που υπολογίζεται είτε κατά χρόνο είτε κατά μονάδα παρεχόμενης εργασίας, είτε κατ’ αποκοπή. Κατά τη διάρκεια αυτής της παροχής εργασίας αυτός διατηρεί πλήρη ανεξαρτησία και δεν υπόκειται σε άσκηση εποπτείας ούτε δέχεται τις οδηγίες του εργοδότη του. Έτσι τέτοιου είδους σχέση κατά τη νομολογία έχει ο περιοδεύων πωλητής όταν δεν ελέγχεται στις κινήσεις του από την επιχείρηση της οποίας διακινεί τα προϊόντα της, ο λογιστής που διατηρεί λογιστικό γραφείο και εξυπηρετεί σαν ελεύθερος επαγγελματίας έναν ή περισσότερος εντολείς, ο εμπορικός αντιπρόσωπος ο οποίος αναλαμβάνει τη μόνιμη αντιπροσώπευση μιας επιχείρησης έναντι αμοιβής και συνεργάζεται με αυτή χωρίς να υποβάλλει ημερολόγιο κίνησης και δεν δεσμεύεται ως προς το χρόνο και τα μέσα εκτέλεσης των παρεχόμενων οδηγιών. Επίσης, ο δικηγόρος, ο ιατρός, που προσελήφθη σε μαιευτική κλινική, πλην όμως έχει επιλέξει ο ίδιος τους.

 

 

Η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας διακρίνεται από τη σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών.

  • Το πρόσωπο που παρέχει ανεξάρτητες υπηρεσίες καθορίζει ο ίδιος τις συνθήκες εργασίας του (π.χ. λογιστής με δικό του λογιστικό γραφείο που εξυπηρετεί περισσότερους πελάτες, ιατρός κ.λπ.).

  • Ο εργαζόμενος στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας δεν αναλαμβάνει ο ίδιος τον επιχειρηματικό κίνδυνο.

  • Δεν έχει σημασία πως χαρακτήρισαν τη σχέση τους τα ίδια τα μέρη.

 

 

Η σύμβαση εργασίας είναι δυνατόν να συμφωνηθεί, είτε για ορισμένο είτε για αόριστο χρόνο (Α.Κ. 548 & 669 ).

Σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν η χρονική διάρκειά της δεν έχει καθοριστεί, αλλά ούτε από το είδος και ο σκοπός αυτής συνάγεται.

Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου υπάρχει, όταν συμφωνήθηκε ρητώς ή σιωπηρώς ορισμένη διάρκεια χρόνου εργασίας (π.χ. 6 μήνες, 1 έτος).

 

Σημασία της διάκρισης.

Καταβολή αποζημίωσης οφείλεται μόνο στη λύση της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου.

Η σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου:

  • Συνομολογείται για αόριστη χρονική διάρκεια.

  • Εξυπηρετεί την κάλυψη εργατικού δυναμικού σε πάγιες και διαρκείς ανάγκες της επιχείρησης-εκμετάλλευσης.

 

Η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου:

  • Συνομολογείται για καθορισμένο χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο ο εργαζόμενος θα προσφέρει τις υπηρεσίες του. Μετά τη λήξη του ως άνω διαστήματος η σύμβαση εργασίας παύει αυτοδικαίως (ΑΚ 669 παρ. 1).

  • Η διάρκεια της σύμβασης δύναται να προκύπτει:

    • Από τη συμφωνία των μερών (π.χ. παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, αποπεράτωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος, βλ. και ά. 3 περ. α΄ ΠΔ 81/2003 και ά. 3 περ. α’ ΠΔ 164/2004 )

    • Από τον νόμο.

    • Από το είδος και τον σκοπό της σύμβασης (ΑΚ 669 παρ. 2 εδ. α΄).

 

Σε ότι αφορά την προστασία των εργαζομένων και την αποφυγή των καταστρατηγήσεων σε βάρος τους, το άρθρο 5 του Π.Δ. 81/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του Π.Δ. 180/2004 και στη συνέχεια με το άρθρο 41 του Ν.3986/2011, ορίζει τα εξής:

«1. Η χωρίς περιορισμό ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου είναι επιτρεπτή, αν δικαιολογείται από έναν αντικειμενικό λόγο. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται ιδίως (άρθρο 41 Ν. 3986/2011):

  1. Αν δικαιολογείται από τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα του εργοδότη ή της επιχείρησης, ή από ειδικούς λόγους ή ανάγκες, εφόσον τα στοιχεία αυτά προκύπτουν αμέσως ή εμμέσως από την οικεία σύμβαση, όπως η προσωρινή αναπλήρωση μισθωτού, η εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα, η προσωρινή σώρευση εργασίας, ή η ορισμένη διάρκεια βρίσκεται σε συνάρτηση με εκπαίδευση ή κατάρτιση, ή γίνεται με σκοπό τη διευκόλυνση μετάβασης του εργαζομένου σε συναφή απασχόληση ή γίνεται για την πραγματοποίηση συγκεκριμένου έργου ή προγράμματος ή συνδέεται με συγκεκριμένο γεγονός ή αναφέρεται στον τομέα των επιχειρήσεων αεροπορικών μεταφορών και των επιχειρήσεων που ασκούν δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών αεροδρομίου εδάφους και πτήσης.

  2. Σε κάθε περίπτωση, οι λόγοι οι οποίοι δικαιολογούν την ανανέωση της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας πρέπει να αναφέρονται στη σχετική συμφωνία των μερών, η οποία συνάπτεται εγγράφως, ή να προκύπτουν ευθέως από αυτήν. Αντίγραφο της συμφωνίας αυτής πρέπει να παραδίδεται στον εργαζόμενο αμελλητί μετά την έναρξη της προσφοράς της εργασίας του. Ο έγγραφος τύπος της ανωτέρω συμφωνίας δεν είναι απαραίτητος, όταν η ανανέωση της σύμβασης ή σχέσης εργασίας έχει εντελώς ευκαιριακό χαρακτήρα και δεν έχει διάρκεια μεγαλύτερη των δέκα (10) εργάσιμων ημερών.

  3. Σε περίπτωση μη συνδρομής αντικειμενικού λόγου, όπως αυτός ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος και εφόσον η χρονική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου υπερβαίνει συνολικά τα τρία (3) έτη, τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης με συνέπεια τη μετατροπή αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου.

  4. Αν στο χρονικό διάστημα των τριών (3) ετών ο αριθμός των ανανεώσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας υπερβαίνει τις τρεις (3), τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης με συνέπεια τη μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Το βάρος της ανταπόδειξης σε κάθε περίπτωση φέρει ο εργοδότης.

  5. «Διαδοχικές» θεωρούνται οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίζονται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου, με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας και δεν μεσολαβεί μεταξύ τους χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των σαράντα πέντε (45) ημερών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι μη εργάσιμες ημέρες. Προκειμένου περί ομίλου επιχειρήσεων για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου στην έννοια του όρου «ίδιου εργοδότη» περιλαμβάνονται και οι επιχειρήσεις του ομίλου».

Μερική απασχόληση

Είναι συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου ότι ο δεύτερος θα εργάζεται, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, λιγότερο από το κανονικό (πλήρες ωράριο). Π.χ. ο Α θα εργάζεται 4 ώρες ημερησίως (και όχι 8 ώρες). Αντίστοιχα ο εργαζόμενος δικαιούται σε μικρότερης αναλογικά αμοιβής.

  • Απαιτείται έγγραφος τύπος, διαφορετικά η συμφωνία είναι άκυρη ως μερικής απασχόλησης και ισχύει ως πλήρους απασχόλησης.

Απαιτείται γνωστοποίηση της σύμβασης μερικής απασχόλησης στην Επιθεώρηση Εργασίας μέσα σε 8 ημέρες από την κατάρτισή της, διαφορετικά τεκμαίρεται (μαχητώς) ότι καλύπτεται σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση.

Ο μερικώς απασχολούμενος:

  • Λαμβάνει ετήσια άδεια με αποδοχές και επίδομα αδείας.

  • Για κάθε ημέρα απασχόλησης θεωρείται ότι καλύπτει ολόκληρη ημέρα προϋπηρεσίας.

  • Απαγορεύεται να απολυθεί επειδή αρνήθηκε να συνάψει σύμβαση μερικής απασχόλησης.

  • Προτιμάται στην πρόσληψη ως πλήρως απασχολούμενος.

 

Εκ περιτροπής εργασία

Είναι η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας. Π.χ. ο Α θα εργάζεται 8 ώρες την ημέρα αλλά 2 εβδομάδες τον μήνα.

  • Απαιτείται έγγραφη συμφωνία μεταξύ του εργοδότη και του μισθωτού καθώς και γνωστοποίηση εντός 8 ημερών στην Επιθεώρηση Εργασίας.

  • Μπορεί να επιβληθεί και μονομερώς από τον εργοδότη, εφόσον:

  1. Περιορίστηκαν σοβαρώς οι δραστηριότητες της επιχείρησης του εργοδότη.

  2. Η διάρκεια δεν υπερβαίνει τους 9 μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος.

  3. Προηγηθεί διαβούλευση του εργοδότη με τους εκπροσώπους των εργαζομένων.

  4. Γίνει γνωστοποίηση εντός 8 ημερών στην Επιθεώρηση Εργασίας.

Προσοχή! Απαγορεύεται η απόλυση εργαζομένου όσο βρίσκεται στο καθεστώς της εκ περιτροπής εργασίας (Έγγραφο 4355/16/03-03-2011 του Υπουργείου Εργασίας).

 

Το ωράριο εργασίας

Είναι οι ώρες απασχόλησης του εργαζόμενου στην εκμετάλλευση του εργοδότη σε ημερήσια και εβδομαδιαία βάση (ημερήσιο και εβδομαδιαίο ωράριο).

Στον χρόνο απασχόλησης περιλαμβάνεται και η ετοιμότητα εργασίας (π.χ. διανομέας φαρμάκων).

Έναρξη και λήξη

Η έναρξη και η λήξη του ωραρίου ρυθμίζεται

  • είτε από την ατομική σύμβαση εργασίας (ΑΣΕ)

  • είτε μονομερώς από τον εργοδότη, οπότε πρέπει να γίνεται σχετική αναφορά στη βεβαίωση που χορηγεί ο εργοδότης στον εργαζόμενο για τους όρους εργασίας (ΠΔ 156/1994).

Ο εργοδότης μπορεί να μεταβάλει την έναρξη και λήξη του ωραρίου, θα πρέπει όμως αυτό να γίνεται καλόπιστα και σύμφωνα με το καλό της επιχείρησης.

Νόμιμο ωράριο

Καθορίζεται με διάταξη νόμου ή με κανονιστική πράξη της διοίκησης κατόπιν εξουσιοδοτήσεως νόμου.

Είναι το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο τόσο ημερήσιας όσο και εβδομαδιαίας απασχόλησης.

  • Επομένως, δεν μπορεί να συμφωνηθεί υπέρβαση του νόμιμου ωραρίου ακόμη και με πρόσθετα ανταλλάγματα για τον εργαζόμενο. Άρα, μόνο μικρότερα ωράρια μπορούν να εφαρμοσθούν.

Τα ανώτατα χρονικά όρια εργασίας δεν εφαρμόζονται στους διευθύνοντες υπαλλήλους (όχι υπερωρίες, άδειες αναψυχής κ.λπ.).

Ο διευθύνων υπάλληλος θεωρείται μισθωτός, ωστόσο λόγω των αυξημένων προσόντων του ασκεί μία αποφασιστική επιρροή στην επιχείρηση (π.χ. θέτει τους οικονομικούς στόχους, έχει λόγο στην πρόσληψη και την απόλυση προσωπικού κ.ο.κ.) και έχει μία έκδηλη μισθολογική διαφοροποίηση.

Προσοχή! Νόμιμο ωράριο δεν είναι οι 40 ώρες εβδομαδιαίως, αλλά οι 45 ώρες εβδομαδιαίως (για πενθήμερη εργασία) και οι 48 ώρες (για εξαήμερη εργασία).

Ειδικώς για την πενθήμερη εργασία 5 x 9 ώρες = 45 ώρες εβδομαδιαίως.

Συμβατικό ωράριο

Είναι το ωράριο που καθορίζεται με ΣΣΕ, Κανονισμό εργασίας (αν και έχουνε κανονιστική ισχύ) ή ατομική σύμβαση

  • Μπορεί να είναι μικρότερο, αλλά ποτέ μεγαλύτερο από το νόμιμο.

Προσοχή! Με την ΕΓΣΣΕ του 1984 καθιερώθηκε από 1/1/1984 η εβδομάδα των 40 εργάσιμων ωρών. Έτσι, το ανώτατο συμβατικό ημερήσιο ωράριο σήμερα είναι 8 ώρες για όσους απασχολούνται πενθήμερο.

Πρόσθετη εργασία

Είναι ο επιπλέον χρόνος εργασίας πέραν του ωραρίου που προβλέπεται με ατομική σύμβαση εργασίας (ΑΣΕ) και μέχρι το συμβατικό ωράριο των 40 ωρών εβδομαδιαίως.

Π.χ. ο Α εργάζεται βάσει ΑΣΕ 35 ώρες την εβδομάδα (ήτοι 7 ώρες ημερησίως). Αν μία εβδομάδα εργαστεί 38 ώρες, τότε οι 3 παραπάνω ώρες θεωρούνται πρόσθετη εργασία.

Η πρόσθετη εργασία αμείβεται κανονικά με βάση το ωρομίσθιο χωρίς προσαυξήσεις.

Υπερεργασία

Είναι η απασχόληση πέντε ωρών επί πλέον την εβδομάδα μετά τις 40 ώρες (πενθήμερο) ή η απασχόληση οκτώ ωρών επιπλέον την εβδομάδα μετά τις 40 ώρες (εξαήμερο).

  • Προσοχή! Σε κάθε περίπτωση, η υπέρβαση των 9 ωρών ημερησίως δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί υπερεργασία. Πρακτικώς, επομένως, προβλέπεται μία ώρα υπερεργασία για κάθε ημέρα απασχόλησης (στο πενθήμερο).

Η πραγματοποίηση της υπερεργασίας ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του εργοδότη και εφ' όσον ζητηθεί από τον τελευταίο, ο εργαζόμενος είναι υποχρεωμένος να την παρέχει.

  • Αμείβεται με βάση το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 20%.

Προσοχή! Με βάση τις νέες αλλαγές απαιτείται αναγγελία και της υπερεργασίας στο σύστημα «Εργάνη» πριν λάβει χώρα η υπερεργασία.

Υπερωρία

Είναι η απασχόληση άνω του νομίμου ημερήσιου (9 ώρες, αλλά μόνο μέχρι τη 10η και 11η ώρα) και εβδομαδιαίου (45 ώρες για πενθήμερο) ωραρίου.

Π.χ. ο Α μία εβδομάδα απασχολήθηκε ως ακολούθως: Όλες τις ημέρες εργάστηκε 9 ώρες, εκτός από τη Δευτέρα όπου εργάστηκε 10 ώρες. Επομένως η ένατη ώρα εργασίας για τις πέντε ημέρες απασχόλησης θεωρείται υπερεργασία, ενώ η 10η ώρα εργασίας τη Δευτέρα θεωρείται υπερωρία.

 

 

Για το νόμιμο της υπερωρίας απαιτείται:

  • Σοβαρός λόγος που να την επιβάλλει.

  • Υποχρεωτική αναγγελία στην αρμόδια υπηρεσία ΣΕΠΕ μέσω ηλεκτρονικής υποβολής στο σύστημα «Εργάνη» πριν την έναρξη της υπερωριακής απασχόλησης (επίσης με sms).